Το αργαλειό είναι ένα εργαλείο με πολλά εξαρτήματα που μας βοηθά στην κατασκευή υφάσματος. Υπάρχουν πολλοί τύποι αργαλειού, ο κάθετος, ο οριζόντιος επιδαπέδιος, ο επιτραπέζιος και αυτός της μέση (ευρέως διαδομένος στους νομαδικούς λαούς).
Στη Ελλάδα και στην Ευρώπη γενικότερα μέχρι τον 13ο αιώνα, υπήρχε κυρίως ο κάθετος μετέπειτα ξεκινώντας κυρίως από Κρήτη Δωδεκάνησα και Κυκλάδες γίνεται γνωστός ο οριζόντιος και στον Ελλαδικό χώρο αφού αυτοί οι πολιτισμοί επηρεαστήκαν από τα παράλια της Αφρικής λόγω του ναυτικού εμπορίου. Με βάση λοιπόν αυτόν τον οριζόντιο αναπτύχτηκε και εξελίχτηκε η υφαντουργία και κατά την βιομηχανική επανάσταση με την βοήθεια την ηλεκτροκίνησης και του αυτοματισμού.
Ας περιγράψουμε όμως το παραδοσιακό χειροκίνητο αργαλειό έτσι όπως το συναντάμε στη Κάλυμνο. Το αργαλειό μας είναι χαμηλό οριζόντιο και επιδαπέδιο, καθώς λειτουργικά έπρεπε να χωρεί στις χαμηλοτάβανες κατζες. Φτιαγμένο από ντόπιο πευκόξυλο ή κατράνι. Το στημόνι πάνω στο εμπρός και πίσω αντί τεντωμένο, διέρχεται μέσα από τα μιτάρια που ανεβοκατεβαίνουν πατώντας με τα ποδαρικά ή πατήθρες και στερεωμένα πάνω στους ξύλινους καβαλάρηδες ή στους μπρούτζινους μακαραδες, για να ασφαλίσουν το υφάδι, το οποίο ταχτοποιεί στην θέση του το χτένι.
Η Υφάντρα με δύναμη χτυπάει το χτένι στερεωμένο πάνω στο ξυλόχτενο ή πέταλο, εξού και το «τακ τακ το πέταλο σου κάνει». Είναι ένας συγχρονισμός χεριών και ποδιών που με δύναμη πατώντας τα πόδια ανοίγουν οι κλωστές για να περάσει η σαΐτα με το ένα χέρι και με το να τραβά με δύναμη το πέταλο να χτυπήσει το υφάδι, να ακουστεί ο χαρακτηριστικός ήχος. Αυτός ο συγχρονισμός χεριών και ποδιών παράγει ένα συγκεκριμένο ακουστικό ρυθμό που η κάθε υφάντρα βρίσκει με την εμπειρία και τον καιρό. Αυτός ήταν και ο λόγος που υπάρχουν πολλοί σκοποί και τραγούδια συνδυάστηκαν με την ύφανση.
Τα πλουμιά, σε ποικιλία χρωμάτων, περίτεχνα, ανάλογα με την καλλιτεχνία της υφάντρας και την χρήση των υφασμάτων: παστέλια, καρέλια, βαγιές, καγκλάι, κουτσούφι, μάτι κτλ. Στόλιζαν ακόμα και την κουρελού (από λωρίδες παλιών υφασμάτων : ανακύκλωναν λόγο φτώχιας τα παλιά τους ρούχα) και το χράμι (σκέπασμα από μαλλί προβάτου) και την τριχού (στρωσίδι φτιαγμένο από τρίχα κατσίκας) και την μεσάλα και το μεσάλι και την ρασσα και την πετσέτα και την τσιμνιά και το περμακλίκι.
Δυστυχώς σιγά – σιγά με την βιομηχανοποίηση χάθηκε το επάγγελμα της «ανεφαντους» και μαζί με αυτό του χτεννά (το χτένι φτιαχνόταν στο χέρι από τον χτεννα). Έτσι λοιπόν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες υφάντρες είναι η πρόσβαση στην πρώτη ύλη, καθώς η εξόντωση της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας, είχε άμεσο αντίκτυπο, ενώ σε συνδυασμό με τις βιομηχανοποιημένες εισαγωγές από χώρες με χαμηλό εργατικό κόστος όπως η Ινδία ή η Κίνα κάνει ασύμφορο οικονομικά το επάγγελμα.
Τα λιγοστά λοιπόν αργαλειά που ακούγονται να χτυπούν είναι καθαρά από μεράκι και φιλοτεχνία να διασωθούν κομμάτια της κληρονομιάς μας, να περάσουν στις απόμενες γενιές !
